- ἀκροῶνται
- ἀκροάομαιhearkenpres subj mid 3rd pl (attic epic ionic)ἀκροάομαιhearkenpres ind mid 3rd plἀκροάζομαιfut ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Археология — I. Определение А. и значение для истории. Слово άρχαιολογία употреблено впервые Платоном: περί των γενών, ώ Σώκρατες, των τε ήρώων καί των αθρώπων, καί των κατοικησέων, ώς τό αρχαϊον εκτίσθησαν αί πόλεις, καί συλλήβδην πάσης τής άρχαιολογίας… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона